- αναμηρυκασμός
- ο [αναμηρυκάζω]1. (για τα μηρυκαστικά ζώα) αναμάσημα, ξαναμάσημα τής τροφής, αναχάραγμα2. (για τα λόγια) επανάληψη τών λόγων ή θεωριών ενός άλλου, αναμάσημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναμηρυκασμός — ο το να αναμηρυκάζει, να αναμασά κανείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναμηρυκάζω — 1. (για μηρυκαστικά ζώα) αναμασώ την τροφή, αναχαράζω 2. (για τα λόγια) επαναλαμβάνω τα ίδια, αναμασώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + μηρυκάζω. ΠΑΡ. αναμηρυκασμός, αναμηρυκαστικός] … Dictionary of Greek